φροντιδοκοπούμαι

φροντιδοκοπούμαι
-έομαι, Μ ταλαιπωρούμαι από φροντίδες, από έγνοιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φροντίς, -ίδος + -κοποῦμαι (< -κοπῶ < -κοπος < κόπτω), πρβλ. στερνο-κοποῦμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”